Σάββατο 31 Μαΐου 2025

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01/06/2025



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ 318 ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ



Στο Αποστολικό ανάγνωσµα που ακούσαµε σήµερα, αγαπητοί αδελφοί, ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων µας περιγράφει µια συγκινητική σκηνή που έγινε στη Μίλητο της Μ. Ασίας. Ο Απόστολος Παύλος ξεκίνησε από την Κόρινθο και ήθελε να είναι την ηµέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυµα. Όταν το πλοίο έφτασε στη Μίλητο, έστειλε και κάλεσε τους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους της Μ. Ασίας, να έλθουν να τον συναντήσουν εκεί, γιατί δεν προλάβαινε ο ίδιος να τους επισκεφθεί. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι στην παραλία και εκεί τους µίλησε ο Απόστολος για τελευταία φορά. Η συγκίνηση ήταν µεγάλη γιατί ο πνευµατικός τους πατέρας τους πληροφόρησε ότι δεν πρόκειται να ξαναδούν το πρόσωπό του. Και επειδή ο πατέρας δεν θα ξαναέβλεπε τα παιδιά του, τους έδωσε τις τελευταίες πατρικές συµβουλές. Να προσέχετε τους εαυτούς σας, αλλά να προσέχετε και το ποίµνιό σας, τους είπε. Τους ανθρώπους που σας εµπιστεύτηκε ο Θεός. Και να το κάνετε αυτό γιατί εγώ έχω εσωτερική πληροφορία ότι µετά την αναχώρησή µου από δω, θα µπουν µέσα στις Εκκλησίες σας, «λύκοι βαρείς», δηλαδή αιρετικοί, ψευδοδιδάσκαλοι, πλανεµένοι που θα προσπαθήσουν να παρασύρουν στην πλάνη τους, τους απλούς Χριστιανούς. Με αυτόν τον τρόπο ο ∆ιάβολος θα κατασπαράξει τις ψυχές των προβάτων. Μη ξεχνάτε ακόµη ότι την Εκκλησία ο Χριστός την ίδρυσε και την τροφοδότησε µε το Πανάγιο Αίµα Του που έχυσε επί του Σταυρού. Και µη νοµίζετε ότι οι εχθροί θα έρχονται µόνο από έξω. Οι χειρότεροι αιρετικοί θα προέρχονται από σας τους ίδιους. Ο ∆ιάβολος θα παρασύρει στην αίρεση και Επισκόπους ακόµη που θα λυµαίνονται το ποίµνιο του Χριστού. Και συνεχίζει ο Απόστολος την οµιλία του προς τους Πρεσβυτέρους λέγοντας: «Τώρα εγώ φεύγω και όπως προβλέπω, δεν πρόκειται να συναντηθούµε πάλι. Γι’ αυτό αδελφοί, σας εµπιστεύοµαι εξ’ ολοκλήρου στον Χριστό για να σας προστατεύσει από τους διάφορους κινδύνους. Εάν ακολουθείτε τον λόγο του Θεού που σας κήρυξα, δεν θα παρασυρθείτε από τις πλάνες και τις αιρέσεις. Στο τέλος της οµιλίας του ο Παύλος τους προτρέπει να είναι η ζωή τους γεµάτη προσφορά. Τους δείχνει τα ροζιασµένα χέρια του, τους υπενθυµίζει ότι εκείνος σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να προσφέρει σε όσους ήταν κοντά του και πνευµατική και υλική βοήθεια. Και το έκανε αυτό ενθυµούµενος τα λόγια του Κυρίου που είπε: «Μακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν»(Πράξ. κ΄35). Χαίρεται ο άνθρωπος περισσότερο όταν δίνει παρά όταν παίρνει. Αφού τέλειωσε την τελευταία του αυτή οµιλία προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Μ. Ασίας, ο Απόστολος των Εθνών, γονάτισε µαζί µε όλους και ανέπεµψε θερµή προσευχή προς τον Κύριο. «Καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο»(Πράξ. κ΄36). Εδώ τελειώνει το περιεχόµενο του σηµερινού Αποστόλου, αγαπητοί αδελφοί και νοµίζω ότι δεν πρέπει να αφήσουµε να περάσει απαρατήρητη η τελευταία συµβουλή του Αποστόλου Παύλου. Σε όλους µας, θέλησε να υπενθυµίσει αυτά τα λόγια του Χριστού. Ότι φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου µεγαλύτερη χαρά το να δίνει παρά το να παίρνει. Μας καλεί να γίνει η ζωή µας όλη µια προσφορά. Μας προτρέπει να βγούµε από το καβούκι µας. Να ρίχνουµε µια µατιά γύρω µας, να προσέχουµε τη ζωή µας, να προσέχουµε την ζωή και των άλλων ανθρώπων, όχι για να δούµε τι κρατούν στα χέρια τους για να µας δώσουν, αλλά να προσέξουµε µήπως είναι άδεια τα χέρια τους και χρειάζεται κάτι να προσφέρουµε. Εµείς νοµίζουµε ότι θα γίνουµε πιο ευτυχισµένοι εάν καταφέρνουµε πάντα να παίρνουµε από τους άλλους. Πιστεύουµε ότι ο άνθρωπος είναι ευτυχισµένος όταν έχει πολλά αγαθά. Όταν οι άλλοι δουλεύουν για να κερδίζουµε εµείς. Ο Χριστός όµως µας είπε σήµερα ότι «Μακάριος – ευτυχισµένος είναι µάλλον εκείνος που δίνει». Βέβαια αυτή η φράση του Χριστού είναι ακαταλαβίστικη για τους κοσµικούς ανθρώπους. ∆εν συµφωνεί µε την λογική τους. Όπως και πολλά άλλα πράγµατα που δίδαξε ο Χριστός, έτσι και αυτό το απορρίπτουν εκ των προτέρων, αφού δεν χωράει στον νου τους. Πως είναι δυνατόν να χαίρεσαι όταν δίνεις; σου λένε. Και όµως έτσι είναι. Αυτοί που το εφαρµόζουν διαπιστώνουν πόσο αληθινά είναι αυτά τα λόγια του Θεανθρώπου. Αγαπητοί αδελφοί. Οι δύσκολοι καιροί που περνάµε είναι για µας µια πρόκληση να δοκιµάσουµε την συµβουλή του Χριστού που µας διέσωσε ο Απόστολος Παύλος. Να δοκιµάσουµε αν όντως φέρνει χαρά µέσα στην ψυχή µας το να δίνουµε βοήθεια στους άλλους. Όταν διαπιστώνουµε πως κάποιος χρειάζεται συµπαράσταση, ας µην αδιαφορήσουµε. Ας φροντίσουµε να ανακουφίσουµε την δυσκολία του. Υπάρχουν άνθρωποι που µπορούν να βοηθήσουν. Φοβούνται όµως. Νοµίζουν πως θα βρεθούν σε µεγάλη δυσκολία. Έχουν φτιάξει γύρω από τον εαυτό τους ένα οχυρό που δεν τους επιτρέπει να βγουν απ’ αυτό και να κοιτάξουν και τους άλλους ανθρώπους πως τα βγάζουν πέρα. Έτσι όµως κυλά η ζωή, περνούν τα χρόνια, φτάνουµε στο τέλος και ενώ έχουµε πολλά αγαθά, δεν είµαστε χαρούµενοι. Γιατί; Γιατί δεν µάθαµε να δίνουµε. Γιατί δεν θέλουµε να ακούσουµε τον Κύριο που µας συµβουλεύει: «Παίρνεις µεγαλύτερη χαρά όταν δίνεις παρά όταν παίρνεις». «Μακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν»(Πράξ. κ΄35). Αµήν. (Πράξεις, κ΄ 16-18,28-36)

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ - "ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 318 ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (325 μ.Χ.)"

 


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 - 13



1 Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 - 13


1 Αὐτὰ ὡμίλησεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς του. Καὶ ἔπειτα ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, τὴν ὁποίαν ἡ σοφία σου ὥρισε διὰ νὰ πάθω καὶ θυσιασθῶ κατ’ αὐτήν. Δέχθητι τὴν θυσίαν τοῦ παθήματός μου καὶ δόξασε τὸν Υἱόν σου καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτοῦ, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Υἱός σου διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία θὰ ἀχθῇ εἰς πέρας διὰ τῆς θυσίας του ταύτης καὶ τῆς μετ’ αὐτῆς αἰωνίας ἀρχιερατικῆς μεσιτείας του. 2 Δόξασε τὸν Υἱόν σου σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ τοῦ ἔδωκες ἐπὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ νὰ δώσῃ ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς εἰς τὰ δεξιά σου καθήμενος εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδωκες, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ζωὴν αἰώνιον. 3 Αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τὸ νὰ προάγωνται συνεχῶς διὰ τῆς ζώσης ἐπικοινωνίας μετὰ σοῦ καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀπείρων τελειοτήτων σου εἰς τὴν γνῶσιν Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον. 4 Ἐγὼ ἐγνωστοποίησα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπήκουσα τελείως εἰς τὸ θέλημά σου, ἔτσι δὲ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ διὰ τῆς θυσίας μου, τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω μετ’ ὀλίγον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἔφερα εἰς τέλειον πέρας τὸ ἔργον, ποὺ μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ ἐπιτελέσω. 5 Καὶ τώρα, ὅτε ἡ ἐπὶ γῆς ἀποστολή μου ἦλθεν εἰς πέρας, ἀνάδειξόν με διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεώς μου αἰώνιον ἀρχιερέα καὶ δόξασέ με καὶ ὡς ἄνθρωπον σύ, Πάτερ, πλησίον σου, μὲ τὴν δόξαν τὴν ὁποίαν εἶχον κοντά σου, προτοῦ νὰ δημιουργηθῇ ὁ κόσμος. 6 Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου καὶ ἔκαμα γνωστὰς τὰς ἀπείρους τελειότητάς σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἀπέσπασες ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ κόσμου καὶ τοὺς ἔδωκες εἰς ἐμέ. Ἡ πρόθεσίς των ἦτο ἀγαθὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἦσαν ἰδικοί σου. Καὶ σὺ ἔδωκες αὐτοὺς εἰς ἐμέ, καὶ ἐτήρησαν τὸν λόγον σου, τὸν ὁποῖον ἀπεκάλυψα εἰς αὐτούς. 7 Τώρα ἔμαθαν τελειότερον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι ἡ διδασκαλία μου καὶ τὰ ἔργα μου καὶ ὅλα ἐν γένει ὅσα μοῦ ἔδωκες, προέρχονται ἀπὸ σέ. 8 Ἀπόδειξις δὲ τοῦ ὅτι ἔλαβαν τὴν πληροφορίαν καὶ γνῶσιν αὐτήν, εἶναι τὸ ὅτι παρέδωκα μὲ τὴν διδασκαλίαν μου εἰς αὐτοὺς τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ ἀποκαλύψω εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὶ τοὺς παρέλαβον καὶ τοὺς ἀπεδέχθησαν. Καὶ ἐσχημάτισαν ἐν ἀληθείᾳ τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐγεννήθην καὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τοὺς κόλπους σου καὶ ἐπίστευσαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον. 9 Ἐγώ, ποὺ τόσον εἰργάσθην διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω εἰς τὴν ἀληθῆ αὐτὴν γνῶσιν καὶ πίστιν, σὲ παρακαλῶ ὡς μέγας ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης δι’ αὐτούς· δὲν σὲ παρακαλῶ τὴν στιγμὴν αὐτὴν διὰ τὸν κόσμον τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ ὑπὲρ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες, διότι μολονότι μοῦ τοὺς ἔδωκες, δὲν παύουν νὰ εἶναι ἰδικοί σου. 10 Καὶ ὅλα ὅσα ἀνήκουν εἰς ἐμέ, εἰναι ἰδικά σου, καθὼς καὶ τὰ ἰδικά σου εἶναι ἰδικά μου. Καὶ αὐτοὶ λοιπὸν ἰδικοί σου ἦσαν καὶ ἔγιναν ἰδικοί μου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἰδικοί μου ἑξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰδικοί σου. Καὶ ἔχω δοξασθῇ δι’ αὐτῶν, διότι ἀνεγνώρισαν τὴν θείαν μου φύσιν καὶ ἐπίστευσαν εἰς ἐμέ. 11 Καὶ δὲν θὰ εἶμαι πλέον ὅπως μέχρι τοῦδε ἐν τῷ κόσμῳ διὰ τῆς σωματικῆς μου παρουσίας, διὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνω καὶ ἐνισχύω δι’ αὐτῆς. Αὐτοὶ ὅμως θὰ εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ, διότι δὲν ἐπετέλεσαν ἀκόμη τὴν ἀποστολήν των. Καὶ ἐγὼ ἔρχομαι πρὸς σέ. Πάτερ ἅγιε, φύλαξέ τους διὰ τῆς πατρικῆς προστασίας καὶ δυνάμεώς σου, τὴν ὁποίαν ἔδωκες καὶ εἰς ἐμέ, ὥστε νὰ παραμείνουν ἐνωμένοι μετ’ ἐμοῦ καὶ μεταξύ των καὶ νὰ εἶναι διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὁμοφροσύνης ἕνα ἠθικὸν σῶμα, ὅπως εἴμεθα ἕνα ἡμεῖς, ποὺ ἔχομεν τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ φύσιν. 12 Ὅταν ἤμουν μαζί τους εἰς τὸν κόσμον, ἐγὼ ἐφύλαττα αὐτοὺς διὰ τῆς πατρικῆς καὶ ἰσχυρᾶς προστασίας σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωκες, τοὺς ἐφύλαξα καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐχάθη παρὰ μόνον ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἐχάθη διὰ νὰ πληρωθοῦν καὶ ἐπαληθεύσουν αἱ προφητεῖαι τῆς Γραφῆς. 13 Τώρα ὅμως ἔρχομαι πρὸς σέ. Καὶ μὲ φωνὴν ἀκουομένην καὶ ἀπὸ αὐτοὺς λέγω ταῦτα, ἐνῷ εὑρίσκομαι ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, ὥστε μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι σὺ πλέον θὰ προστατεύῃς αὐτοὺς νὰ ἔχουν καὶ αὐτοὶ μέσα τους τελείαν τὴν χαράν, ποὺ αἰσθάνομαι τώρα καὶ ἐγώ, διότι ἐπανέρχομαι πλησίον σου.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/05/2025 - ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ιωάν. Θ' 1-38)  25/05/2025

        Για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε χωρίς μάτια μας μιλάει το σημερινό Ευαγγέλιο, αγαπητοί αδελφοί. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο δημιούργησε μάτια ο Χριστός, βάζοντας στα βαθουλώματα του προσώπου του λάσπη που έφτιαξε με το σάλιο του και χώμα.

        Αυτός ο άνθρωπος μας διδάσκει σήμερα με το παράδειγμά του. Τον ρωτούσαν οι περαστικοί. Τον ρωτούσαν επανειλημμένως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι στο συνέδριο τους, πώς απέκτησε μάτια και εκείνος περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το θαύμα που του έγινε. Τον ρώτησαν στο συνέδριο τι γνώμη έχει γι’ αυτόν που του δημιούργησε τα μάτια του και μόνο τότε δήλωσε μπροστά σε όλους άφοβα, ότι αυτός που τον θεράπευσε είναι άνθρωπος του Θεού. Προφήτης. Ενώ όλοι έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός, αφού καταλύει το Σάββατο, εκείνος επέμενε ότι ο Ιησούς είναι δίκαιος, άνθρωπος του Θεού. Τόσο πολύ επέμενε στην ομολογία του, ώστε οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον πέταξαν έξω από το συνέδριο. Όταν μετά τον συνάντησε ο Χριστός, ομολόγησε ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και τον προσκύνησε. «Ὁ δὲ ἔφη, Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ». Κτυπητή παραφωνία σε όλο το περιστατικό, οι γονείς του τυφλού, που δείλιασαν να ομολογήσουν πως ο Χριστός θεράπευσε το παιδί τους κι επομένως είναι Θεός!

        Είπαμε να διδαχθούμε σήμερα από τον θεραπευθέντα άνθρωπο. Μας κάνει εντύπωση ότι μιλάει για το θαύμα που του έγινε και για την πίστη του στο Χριστό, μόνο όταν τον ρωτούν. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς αγαπητοί αδελφοί. Για τα θέματα της πίστεώς μας να μιλάμε μόνο όταν μας ρωτούν. Ας αφήσουμε το κήρυγμα που γίνεται στις Εκκλησίες και τους εντεταλμένους από την Εκκλησία, να μιλούν γενικά σε όλους τους ακροατές. Μας συμβουλεύουν οι άγιοί μας ότι το τί γίνεται μέσα μας, τί σχέσεις έχουμε με το Θεό, να μη το γνωρίζει κανένας άλλος ειμή μόνον ο Θεός, εμείς και ο πνευματικός μας στην εξομολόγηση. Όχι μόνο για τις προσωπικές μας σχέσεις με τον Θεό να μη μιλάμε σε κανέναν, αλλά και για τα θέματα της πίστεώς μας. Δεν ξέρουμε ο άλλος που θα μας ακούσει, πώς θα μετρήσει τα λόγια μας. Δεν ξέρουμε αν ο άλλος είναι έτοιμος να δεχθεί τις χριστιανικές αλήθειες. Μπορεί να τις ειρωνευθεί, τότε το κρίμα θα είναι δικό μας. Για την περίπτωση αυτή ο Χριστός είπε: «Μὴ δῶτε τά ἅγια τοῖς κυσίν». Ακόμη και στα παιδιά μας που είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για το Χριστό, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Να ενεργούμε με διάκριση και να παρακαλούμε το Θεό να μας φωτίζει πώς και τί πρέπει να πούμε.

        Οι αλήθειες του Ευαγγελίου λέγονται στο κήρυγμα, γιατί δεν λέγονται προσωπικά αλλά γενικά και όποιος αντέχει τις παίρνει. Όμως έχει όλο το δικαίωμα να τις απορρίψει. Έπειτα ο κήρυκας του Ευαγγελίου μιλάει σε ανθρώπους που με την ελεύθερη βούληση τους ήλθαν στην εκκλησία και είναι υποτίθεται, διατεθειμένοι να ακούσουν το Λόγο του Ευαγγελίου. Ο Χριστός και οι Απόστολοι μιλούσαν πολλές φορές και αυστηρά, αλλά ήξεραν πως μιλούσαν σε ανθρώπους που μόνοι τους πήγαιναν πίσω τους και διψούσαν να ακούσουν τις θεϊκές διδασκαλίες.

        Εμείς ας διδαχθούμε από το παράδειγμα του σημερινού τυφλού, που μιλούσε για το θαύμα και για την πίστη του στο Χριστό, όταν τον ρωτούσαν. Δεν θα μιμηθούμε βέβαια τους γονείς του, που φοβήθηκαν να ομολογήσουν την πίστη τους στο θαύμα και στο Χριστό, όταν τους ρώτησαν στο συνέδριο. Όταν μας ρωτούν για θέματα της πίστεώς μας, θα τους απαντάμε με λίγα λόγια και θα κάνουμε προσευχή να τους φωτίσει ο Θεός να δεχθούν μέσα στην καρδιά τους αυτά που θα τους πούμε.

Αμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/05/2025 - Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ

 


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 - 38



1 Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. 13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.



ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 - 38


1 Καὶ ἐνῷ διέβαινεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μέσον τῆς πόλεως, εἶδεν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθῇ τυφλός. 2 Καὶ τὸν ἡρώτησαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, ποῖος ἡμάρτησε, διὰ νὰ γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τυφλός; Ἡμάρτησεν αὐτός, ὅταν ἦτο άκόμη μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του, ἢ ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἐκείνων τιμωρεῖται αὐτός; 3 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· οὔτε αὐτὸς ἡμάρτησεν, οὔτε οἱ γονεῖς του. Ἀλλ’ ἐγεννήθη τυφλός, διὰ νὰ φανερωθοῦν διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς θεραπείας τῶν ὀφθαλμῶν του τὰ ἔργα, ποὺ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται. 4 Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐργάζωμαι τὰ πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ἐφ’ ὅσον ζῶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Ἔρχεται ὁ μέλλων βίος, ὁπότε, ὅπως καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτὸς καταπαύουν τὰ ἔργα των οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ τότε κανεὶς πλέον δὲν θὰ δύναται νὰ ἐργάζεται πρὸς πλήρωσιν τῆς ἀποστολῆς του. Δὲν πρέπει λοιπὸν οὔτε στιγμὴν νὰ χάνω. 5 Ἐφ’ ὅσον εἶμαι εἰς τὸν κόσμον, μὲ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ θαύματά μου εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου. 6 Ὅταν δὲ εἶπεν αὐτά, ἔπτυσε χάμω καὶ ἔκαμε πηλὸν καὶ ἔχρισε μὲ αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. 7 Καὶ δοκιμάζων τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ, εἶπεν εἰς αὐτόν· Πήγαινε, νίψου εἰς τὴν στέρναν τοῦ Σιλωάμ (ὄνομα ἑβραϊκὸν ποὺ μεταφράζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἀπεσταλμένος). Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν παραγγελίαν αὐτὴν τοῦ Ἰησοῦ ἐπῆγεν ὁ τυφλὸς ἐκεῖ καὶ ἐνίφθη, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι του μὲ μάτια ὑγιῆ. 8 Οἱ γείτονες λοιπὸν καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προτήτερα, ὅτι ἦτο τυφλός, ἔλεγαν· Δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ ἐκάθητο καὶ ἐζήτει ἀπὸ τοὺς διαβάτας ἐλεημοσύνην; 9 Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι αὐτός, ἄλλα κάποιος ἄλλος, ὅμοιος πρὸς αὐτόν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ τυφλός, ποὺ προτήτερα ἐζήτουν ἐλεημοσύνην. 10 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς τοῦ τυφλοῦ, τοῦ ἔλεγαν ἐκεῖνοι· Πῶς ἐθεραπεύθησαν τὰ μάτια σου; 11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὀνομάζεται Ἰησοῦς, ἔκαμε πηλόν, καὶ μοῦ ἄλειψε μὲ αὐτὸν τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε· Πήγαινε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγα ἐκεῖ καὶ ἐνίφθην, ἀπέκτησα τὸ φῶς μου. 12 Κατόπιν λοιπὸν τῆς πληροφορίας ταύτης τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ, τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι· Ποὺ εἶναι ἐκεῖνος; Ἀπεκρίθη αὐτός· δὲν ἠξεύρω. 13 Ὠδήγησαν τότε πρὸς τοὺς Φαρισαίους αὐτόν, ποὺ ἄλλοτε ἦτο τυφλὸς καὶ ἤδη εἶχε θεραπευθῆ ὁριστικῶς. 14 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε τὸν πηλὸν καὶ ἤνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, ἦτο ἡμέρα Σαββάτου. 15 Ὅταν λοιπὸν τὸν ὠδήγησαν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τὸν ἐξήταζαν καὶ τὸν ἡρώτων αὐτοὶ πάλιν, πῶς ἐθεραπεύθη καὶ ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπεν· Αὐτὸς ποὺ μὲ ἐθεράπευσε, μοῦ ἔβαλε πηλὸν ἐπάνω εἰς τὰ μάτια μου καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἐγὼ ἐνίφθην καὶ βλέπω. 16 Ἔλεγον λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους· Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σταλῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι δὲν φυλάττει τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς εἶναι δυνατὸν ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς νὰ κάμνῃ τέτοια ἀποδεικτικὰ καὶ σημαδιακὰ θαύματα; Καὶ διεφώνουν μεταξύ των. 17 Καὶ ἐπειδὴ ἡ διαφωνία των παρετείνετο, ἤρχισαν πάλιν νὰ ἐξετάζουν τὸν τυφλὸν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· Σὺ τί λέγεις διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν; Ἀξίζει νὰ ἀκουσθῇ καὶ ἡ ἰδική σου γνώμη, διότι τὰ ἰδικά σου μάτια ἐθεράπευσεν ἐκεῖνος καὶ σὺ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον γνωρίζεις τὰ περιστατικὰ τῆς θεραπείας σου. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ λέγω, ὅτι εἶναι προφήτης. 18 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸν αὐτόν, ποὺ ἔκαμεν ὁ θεραπευθεῖς τυφλὸς διὰ τὸν Ἰησοῦν, καὶ διὰ τὸν ὁποῖον δυσηρεστήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐκεῖνοι δὲν ἐπίστευσαν δι’ αὐτόν, ὅτι ἦτο τυφλὸς καὶ ἀπέκτησε πραγματικὰ τὸ φῶς του, ἕως ὅτου ἀπεφάσισαν καὶ ἐφώναξαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ, ποὺ ἀνέβλεψε. 19 Καὶ τοὺς ἠρώτησαν καὶ εἶπαν· Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός σας, διὰ τὸν ὁποῖον σεῖς ἐπιμένετε νὰ βεβαιώνετε, ὅτι ἐγεννήθη τυφλός; Πῶς λοιπόν, ἀφοῦ ἐγεννήθη τυφλός, βλέπει τώρα; 20 Ἀπεκρίθησαν δὲ εἰς αὐτοὺς οἱ γονεῖς του καὶ εἶπαν· Γνωρίζομεν καλά, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μας καὶ ὅτι ἐγεννήθη τυφλός. 21 Πῶς ὅμως βλέπει τώρα, δὲν ἠξεύρομεν· ἢ ποῖος τοῦ ἐθεράπευσε καὶ τοῦ ἤνοιξε τὰ μάτια, ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν. Αὐτὸς ἔχει ἡλικίαν, καὶ συνεπῶς ἀντελήφθη, πῶς καὶ ἀπὸ ποῖον ἔγινεν ἡ θεραπεία του· αὐτὸν λοιπὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς θὰ ὁμιλήσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ θὰ σᾶς εἴπῃ τί τοῦ συνέβη. 22 Ὡμίλησαν δὲ οὕτω πως οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο τοὺς προκρίτους Ἰουδαίους· διότι εἶχαν πρὸ πολλοῦ συμφωνήσει οἱ Ἰουδαῖοι νὰ ἀποκηρυχθῇ καὶ ἀποδιωχθῇ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ὅποιος θὰ ὡμολόγει αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός. 23 Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τοῦ φόβου των, μήπως ἀποδιωχθοῦν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, εἶπαν οἱ γονεῖς του, ὅτι ἔχει ὥριμον ἡλικίαν ὁ υἱός μας, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ πληροφορηθοῦν τίποτε πρὸς διάψευσιν τῆς θεραπείας του ἢ πρὸς κατάκρισιν τοῦ Ἰησοῦ, ἐφώναξαν οἱ Ἰουδαῖοι διὰ δευτέραν φορὰν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο τυφλός, καὶ τοῦ εἶπαν· Δόξασε τὸν Θεόν, ὁμολογῶν ὅτι ἐπλανήθης καὶ ἀναγνωρίζων τὴν ἀλήθειαν περὶ αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ ἐθεράπευσε· ἡμεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καὶ τοῦ ἀξιώματός μας εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ ἠξεύρωμεν καλά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ καταλύει τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, εἶναι ἁμαρτωλός. 25 Ἀπεκρίθη λοιπὸν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ἠξεύρω, καὶ δι’ αὐτὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκφράσω γνώμην περὶ αὐτοῦ· ἠξεύρω ὅμως καλὰ ἕνα γεγονός, ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ προτήτερα ἦμουν τυφλός, τώρα βλέπω. 26 Ἐπειδὴ δὲ ἡ νέα αὐτὴ βεβαίωσις τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ δεν τοὺς ἔκαμε καλὴν ἐντύπωσιν, εἶπον πάλιν εἰς αὐτόν· Τί σοῦ ἔκαμε; Πῶς σὲ ἐθεράπευσε καὶ πῶς σου ἄνοιξε τὰ μάτια; 27 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς· Μόλις πρὸ ὀλίγου σᾶς εἶπα καὶ δὲν ἠθελήσατε νὰ προσέξετε καὶ νὰ παραδεχθῆτε ὅ,τι σᾶς εἶπα. Διατὶ τώρα θέλετε νὰ ἀκούσετε πάλιν τὰ ἴδια; Μήπως καὶ σεῖς θέλετε νὰ γίνετε μαθηταί του; 28 Τοῦ ὡμίλησαν τότε ὑβριστικῶς καὶ περιφρονητικῶς καὶ τοῦ εἶπαν· Σὺ εἶσαι μαθητῆς ἐκείνου· ἡμεῖς ὅμως εἴμεθα τοῦ Μωϋσέως μαθηταί. 29 Ἡμεῖς ποὺ εἴμεθα σπουδασμένοι καὶ ἀνεγνωρισμένοι ἄρχοντες τοῦ ἔθνους, ἠξεύρομεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ὁμιλήσει εἰς τὸν Μωϋσην καὶ εἰς κανένα ἄλλον· αὐτὸς μᾶς εἶναι ἄγνωστος καὶ δὲν ἠξεύρομεν ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ ἐστάλῃ. 30 Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ τοὺς εἶπεν· Ἀλλ’ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκαλεῖ θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν, ὅτι δηλαδὴ σεῖς δὲν ξεύρετε τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ἐὰν ἔχῃ σταλῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ ποὺ εἶναι· καὶ ὅμως ἄγνωστος αὐτὸς εἰς σᾶς μοῦ ἤνοιξε τὰ μάτια. 31 Εἶναι δὲ γνωστὸν καὶ τὸ ἠξεύρομεν ὅλοι, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλ’ ἐὰν κανεὶς σέβεται τὸν Θεὸν καὶ ἐκτελῇ τὸ θέλημά του, τοῦτον ὁ Θεὸς ἀκούει. 32 Ἀφ’ ὅτου ὑπάρχει κόσμος, δὲν ἠκούσθῃ ποτέ, ὅτι ἐθεράπευσε κάποιος μάτια ἀνθρώπου, ποὺ νὰ ἔχῃ γεννηθῇ τυφλός. Πρώτην φορὰν συνετελέσθῃ ἕνα τέτοιο θαῦμα, καὶ αὐτός, ποὺ τὸ ἔκαμε, πρέπει νὰ ἔχῃ ἀποστολὴν θείαν. 33 Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦτο ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτε, οὔτε παραμικρόν τι θαῦμα. 34 Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν· Σὺ ἐγεννήθης βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν τύφλωσιν, ποὺ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου εἶχες. Καὶ σὺ ὁ ἄθλιος καὶ ἁμαρτωλὸς διδάσκεις ἡμᾶς, ποὺ εἴμεθα οἱ περισσότερον σπουδασμένοι ὅλου τοῦ ἔθνους; Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον, ποὺ συνεδρίαζαν, μὲ τὴν διάθεσιν νὰ τὸν ἀποκόψουν καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν τῆς θρησκευτικῆς λατρείας. 35 Ἤκουσεν ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω διὰ τὴν παρρησίαν, μὲ τὴν ὁποίαν διεκήρυττε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀφοῦ τὸν ηὗρε, τοῦ εἶπε· Σὺ, ἀντιθέτως πρὸς τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους, πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ ποῖος εἶναι, Κύριε, διὰ νὰ τὸν πιστεύσω; 37 Εἶπε δὲ τότε εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Καὶ τὸν ἔχεις ἴδει τώρα μὲ τὰ μάτια σου καὶ αὐτός, ποὺ ὁμιλεῖ τὴν στιγμὴν αὐτὴν μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 38 Αὐτὸς δὲ εἶπε· Πιστεύω, Κύριε· καὶ τὸν ἐπροσκύνησεν ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριον.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18/05/2025

 



ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ  (Ιωάννου Δ’ 5-42)  18/05/2025

        Από τον τελευταίο στίχο του σημερινού Ευαγγελίου θα διδαχθούμε αγαπητοί αδελφοί. Από τα λόγια που είπαν οι συμπατριώτες της Αγίας Φωτεινής, όταν μόνοι τους ,αυτοπροσώπως, γνώρισαν τον Χριστό και αναγνώρισαν στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία.

        Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μάς περιέγραψε την συνάντηση του Ιησού στο πηγάδι του Ιακώβ, με μία κάτοικο της πόλεως Συχάρ, τη γνωστή σε όλους μας Σαμαρείτιδα. Αυτή πίστεψε ότι αυτός ήταν ο Σωτήρας του κόσμου, από το ότι της αποκάλυψε το αμαρτωλό παρελθόν της, αλλά και από το ότι της δήλωσε καθαρά, ότι ο ίδιος είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. «Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι». Αμέσως η γυναίκα έτρεξε στο χωριό της και προσκαλούσε τους συμπατριώτες της, να έλθουν στο πηγάδι του Ιακώβ, για να γνωρίσουν τον Ιησού και να δουν και οι ίδιοι μη τυχόν αυτός είναι ο Μεσσίας. Ήλθαν λοιπόν οι κάτοικοι της πόλεως Συχάρ εκεί που ήταν ο Χριστός και σαγηνεύτηκαν τόσο πολύ από το πρόσωπό Του, ώστε τον παρακάλεσαν να μη φύγει, αλλά να έλθει να επισκεφθεί την πόλη τους. Ο Χριστός δεν τους χάλασε το χατίρι, αλλά όπως συμβαίνει πάντα, με προθυμία ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους. Έμεινε μαζί τους δύο ημέρες. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη Του. Τα λόγια του έφθαναν μέχρι το βάθος της διψασμένης καρδιάς τους. Μετά από δύο μέρες που έφυγε από την Συχάρ ο Ιησούς, οι κάτοικοι της πόλεως έλεγαν στην γνωστή μας Σαμαρείτιδα, Αγία Φωτεινή: Τώρα πιστεύουμε ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Όχι επειδή μας το είπες, αλλά επειδή εμείς οι ίδιοι τον έχουμε γνωρίσει και τον ομολογούμε ως Θεό.

        Είπαμε αδελφοί μου ότι θα σταθούμε λίγο και θα διδαχθούμε από αυτά τα τελευταία λόγια του σημερινού Ευαγγελίου. Για να πιστέψει κανείς στον Χριστό αληθινά, χρειάζεται να έχει προσωπική πείρα της γνωριμίας του με Αυτόν. Ο σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Πορφύριος μάς λέει ότι δεν είναι αρκετό να γνωρίσεις τον Χριστό. Για να έχεις πλήρη γνωριμία μαζί Του, πρέπει να Τον αγαπήσεις.

       

Ο Απόστολος Παύλος ομολογεί ότι μετά την θαυματουργική γνωριμία του με τον αναστημένο Χριστό, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν η ζωή του ολόκληρη ήταν ανεξάρτητη από τον Χριστό. Έλεγε χαρακτηριστικά πως αισθάνομαι ότι εγώ ζω μέσα στο Χριστό και ο Χριστός ζει μέσα μου. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Είναι λίγο το να πιστεύεις στη θεότητα του Χριστού! Η πίστη μόνη στο Χριστό, Tον κρατάει σε απόσταση από σένα. Ενδεχομένως και να νομίζεις ότι είναι πολύ μακριά σου. Ίσως και απρόσιτος. Ενώ όταν Τον αγαπάς, Τον θρονιάζεις μέσα στην καρδιά σου. Ο Άγιος που προαναφέραμε, συμβουλεύει: "Ένας να είναι ο στόχος μας, η αγάπη στον Χριστό".

        Βέβαια, οι κάτοικοι της Συχάρ, ίσως εκείνο τον καιρό να μην έφθασαν στο σημείο αυτό, να αγαπήσουν σε τέτοιο βαθμό τον Χριστό. Θα Τον αγάπησαν όμως μετά την Ανάσταση, όπως έγινε και με την Σαμαρείτιδα, την Αγία Φωτεινή, η οποία μετά την Ανάστασή Του, έφθασε με όλη την οικογένειά της μέχρι τη Ρώμη και έγινε ισαπόστολος και μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού. Ενδεχομένως να μην μπορούμε εύκολα να ξεχωρίσουμε μέσα μας, αν πιστεύουμε ή αν αγαπάμε τον Χριστό ή αν τον πιστεύουμε και τον αγαπάμε! Γι' αυτό οι άγιοι μας λένε ότι και η πίστη στον Χριστό και η πλήρη αγάπη στον Χριστό, είναι δώρα που τα δίνει ο ίδιος ο Χριστός, σ' αυτούς που έχουν την καλή προαίρεση να Τον πιστέψουν και να Τον αγαπήσουν. Να Τον παρακαλούμε λοιπόν να έλθει μέσα στην καρδιά μας, όπως Τον παρακάλεσαν εκείνοι οι κάτοικοι της Συχάρ και δεν τους χάλασε το χατίρι.

        Μόνο όταν μπει ο Χριστός στην καρδιά μας, θα φύγει η λύπη, η απελπισία και όλα τα πάθη. Όπου είναι ο Χριστός εκεί είναι και η ελπίδα και η χαρά! Όταν μπει μέσα μας η αγάπη του Χριστού, όλες οι άλλες αγάπες υποχωρούν. Η αγάπη στον Χριστό δεν χορταίνεται, δεν έχει κορεσμό, λέει ο Άγιος της Ομόνοιας.

        Όταν γνωρίσουμε τον Χριστό, όταν πιστέψουμε στον Χριστό, όταν αγαπήσουμε τον Χριστό, θα λέμε μαζί με τους Σαμαρείτες: «Οὗτος ἐστίν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου».

Αμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18/05/2025 / Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Δ´ 5 - 42



5 ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχὰρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. 7 ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Δός μοι πιεῖν. 8 οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. 9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. 10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; 12 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; 13 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· 14 ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. 15 λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. 16 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. 17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· 18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. 19 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. 20 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. 21 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. 22 ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. 23 ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. 24 πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. 25 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. 26 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι. 27 καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἤ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; 28 Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· 29 Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 30 ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. 31 Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· Ραββί, φάγε. 32 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 33 ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· Μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; 34 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. 35 οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμόν. ἤδη. 36 καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. 37 ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινὸς, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. 38 ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. 39 Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. 40 ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. 41 καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Δ´ 5 - 42


5 Ἔρχεται λοιπὸν εἰς κάποιαν πόλιν τῆς Σαμαρείας, ἡ ὁποία ἐλέγετο Συχάρ, ποὺ ἦτο πλησίον εἰς τὸ μέρος, τὸ ὁποῖον ἔδωκεν ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ. 6 Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ πηγάδι, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνοιχθῆ ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὅπως ἦτο κοπιασμένος ἀπὸ τὴν πεζοπορίαν, ἐκάθητο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι. Ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἓξ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ μεσημβρία. 7 Ἔρχεται τότε μία γυναῖκα, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν, διὰ νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὸ πηγάδι νερό. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος πραγματικῶς ἐδιψοῦσε, τῆς εἶπε· Δός μου νὰ πίω. 8 Ἐζήτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν γυναῖκα νερό, διότι οἱ μαθηταί του, ποὺ θὰ ἐφρόντιζαν νὰ βγάλουν νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι, εἶχον ὑπάγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. 9 Λέγει λοιπὸν εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα ἡ Σαμαρείτισσα: Πῶς σύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι Ἰουδαῖος, καταδέχεσαι καὶ ζητεῖς νὰ πίῃς νερὸν ἀπὸ ἐμέ, ἡ ὁποία εἶμαι γυναῖκα Σαμαρείτισσα; Ἔκαμε δὲ τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ἡ γυναῖκα, διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἐμίσουν τοὺς Σαμαρείτας καὶ δὲν ἤρχοντο εἰς σχέσεις μὲ αὐτούς. 10 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπεν· Ἐὰν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν δίδει εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεός, καὶ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σοῦ λέγει τώρα, δός μου νὰ πίω, σὺ θὰ τοῦ ἐζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε νερὸ τρεχούμενον, ποὺ δὲν στειρεύει ποτέ· θὰ σοῦ ἔδιδεν αὐτὸς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία σὰν ἄλλο πνευματικὸ νερὸ καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεῖ καὶ ζωοποιεῖ τὰς ψυχάς, χωρὶς νὰ στειρεύῃ ποτέ. 11 Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, ἀσφαλῶς τὸ νερὸ αὐτό, περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖς, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ πηγάδι αὐτό. Διότι οὔτε ἀγγεῖον, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ μποροῦσες νὰ βγάλῃς ἀπὸ ἐδῶ νερό, ἔχεις, ἀλλὰ καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ ποὺ λοιπὸν ἔχεις τὸ τρεχούμενον καὶ ἀστείρευτον νερόν; 12 Μήπως σὺ εἶσαι ἀνώτερος κατὰ τὴν ἀξίαν καὶ δύναμιν ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς κληρονομίαν τὸ πηγάδι αὐτὸ καὶ δὲν ἐζήτησεν ἄλλο καλύτερον νερόν, ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὸ ἔπιε καὶ ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῷα, ποὺ ἔτρεφε καὶ ἔβοσκε; 13 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Βεβαίως δὲν ἐννοῶ τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ αὐτοῦ. Διότι καθένας ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, θὰ διψάσῃ πάλιν. 14 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ πίῃ ἀπὸ τὸ νερό, τὸ ὁποῖον θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ διψάσῃ ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα, ἄλλα τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θὰ μεταβληθῇ μέσα του εἰς πηγὴν νεροῦ, ποὺ δὲν θὰ στερεύῃ, ἀλλὰ θὰ ἀναβλύζῃ καὶ θὰ πηδᾷ καὶ θὰ τρέχῃ πάντοτε, διὰ νὰ τοῦ παρέχῃ ζωὴν αἰώνιον. 15 Λέγει τότε πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτό, διὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ διὰ νὰ μὴ ὑποβάλλωμαι εἰς τὸν τόσον κόπον τοῦ νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ διὰ νὰ βγάζω νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. 16 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Ἐφ’ ὅσον τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν τὸ θέλεις μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ἀλλὰ καὶ δι’ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους συζῇς, πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου, καὶ ἔλα ἐδῶ μαζὶ μὲ αὐτόν, ὥστε καὶ ἐκεῖνος νὰ λάβῃ μαζί σου τὴν δωρεὰν αὐτήν. 17 Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπε· Δὲν ἔχω ἄνδρα. Λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Καλὰ εἶπες, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα. 18 Διότι ἔχεις πάρει πέντε ἄνδρας, τὸν ἕνα ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Καὶ τώρα μὲ αὐτόν, ποὺ ἔχεις, εἶσαι συνδεδεμένη μαζί του κρυφὰ καὶ δι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀλήθεια. 19 Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, ἀπὸ τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου, τὰ ὁποῖα μοῦ εἶπες, μολονότι δὲν μὲ ἔχεις συναντήσει ἄλλοτε, ἀλλὰ μόλις σήμερον μὲ βλέπεις διὰ πρώτην φοράν, καταλαβαίνω, ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ μὲ διαφωτίσῃς ἐπὶ τοῦ ἀκολούθου σπουδαίου ζητήματος. 20 Οἱ πατέρες μας ἐπροσκύνησαν κι’ ἐλάτρευσαν τὸν Θεὸν εἰς τὸ ὅρος αὐτό, τὸ Γαριζεῖν, καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέγετε, ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ λατρεύωμεν τὸν Θεόν. Σὺ λοιπὸν ὡς προφήτης, τί λέγεις δι’ αὐτό; 21 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Πίστευσέ με, γυναῖκα, ὅτι γρήγορα ἔρχεται καιρός, ὁπότε οὔτε εἰς τὸ ὅρος αὐτὸ τὸ Γαριζεῖν μόνον, οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἀποκλειστικὰ θὰ λατρεύσετε τὸν οὐράνιον Πατέρα. 22 Σεῖς οἱ Σαμαρεῖται, οἱ ὁποῖοι ἀπερρίψατε τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, προσκυνεῖτε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἔχετε σαφῆ καὶ πλήρη γνῶσιν. Ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦμεν ἐκεῖνο, ποὺ γνωρίζομεν περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ἀπόδειξις δὲ τούτου εἶναι, ὅτι ὁ Μεσσίας, ποὺ θὰ σώσῃ τὸν κόσμον, προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐξέλεξεν ὡς λαὸν ἰδικόν του καὶ οἱ ὁποῖοι τελειότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν ἐλάτρευσαν. 23 Πολὺ σύντομα ὅμως ἔρχεται ὥρα, καὶ μπορῶ νὰ εἴπω, ὅτι ἡ ὥρα αὐτὴ ἦλθε τώρα, ὁπότε οἱ πραγματικοὶ προσκυνηταὶ θὰ προσκυνήσουν καὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα μὲ θεοφωτίστους τὰς πνευματικὰς δυνάμεις των, καὶ μὲ λατρείαν ὄχι τυπικὴν καὶ σκιώδη, ἀλλὰ πραγματικὴν καὶ ἐμπνευσμένην ἀπὸ πλήρη ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Διότι καὶ ὁ Πατὴρ ζητεῖ ἐπιμόνως τέτοιοι ἀληθινοὶ καὶ πραγματικοὶ προσκυνηταὶ νὰ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν λατρεύουν. 24 Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, δι’ αὐτὸ καὶ δὲν περιορίζεται εἰς τόπους. Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν λατρεύουν, πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν μὲ τὰς ἐσωτερικάς των πνευματικὰς δυνάμεις, μὲ ἀφοσίωσιν τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀληθῆ ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς λατρείας, ποὺ τοῦ πρέπει. 25 Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Γνωρίζω, ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὄνομα τὸ ὁποῖον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν μεταφράζεται μὲ τὴν λέξιν Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ διδάξῃ ὅλα. 26 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Ὁ Μεσσίας εἶμαι ἐγώ, ποὺ τὴν στιγμὴν αὐτὴν σοῦ ὁμιλῶ. 27 Καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἐθαύμασαν, διότι ὁ Διδάσκαλος ὡμίλει δημοσίᾳ μὲ γυναῖκα, πρᾶγμα ποὺ ἀπηγορεύετο ἀπὸ τὰς παραδόσεις τῶν ραββίνων. Κανεὶς ὅμως δὲν εἶπεν· εἰς τί ζητεῖς νὰ σὲ ὑπηρετήσῃ ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἢ περὶ ποίου θέματος ὁμιλεῖς μαζί της; 28 Ἡ γυναῖκα δὲ γεμᾶτη συγκίνησιν ὕστερον ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἤκουσεν, ἀφῆκε τὴν στάμναν της εἰς τὸ πηγάδι καὶ ἐπῆγε τρέχουσα εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους· 29 Ἐλᾶτε νὰ ἴδετε ἔναν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπεν ὅλα ὅσα ἔκαμα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μυστικὰ καὶ ἰδιαίτερά μου. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; 30 Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν οἱ Σαμαρεῖται καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. 31 Ἐν τῷ μεταξὺ δέ, ἕως ὅτου εἰδοποιηθοῦν οἱ Σαμαρεῖται καὶ ἔλθουν εἰς συνάντησιν τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος εἶχεν ἀπορροφηθῆ ἀπὸ τὸ πνευματικόν του ἔργον καὶ δὲν ἐνδιεφέρετο διόλου διὰ τὸ φαγητόν, τὸν παρεκάλουν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγον: Διδάσκαλε, φάγε. 32 Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ἠξεύρετε. 33 Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν τὴν σημασίαν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου, ἔλεγαν μεταξύ τους οἱ μαθηταί· Μήπως τὴν ὥραν, ποὺ ἐλείπαμεν ἡμεῖς, τοῦ ἔφερε κανένας ἄλλος φαγητὸν καὶ ἔφαγε; 34 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἰδικόν μου φαγητόν, τὸ ὁποῖον μὲ χορταίνει καὶ μὲ τρέφει, εἶναι νὰ πράττω πάντοτε τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ φέρω εἰς τέλειον πέρας τὸ ἔργον του, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ θερμὸν ἐνδιαφέρον μου διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ μὲ ἀπερρόφησεν ὁλόκληρον τώρα, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖται, καὶ μοῦ ἔκοψε κάθε ὄρεξιν, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν φυσικὴν πεῖναν. 35 Δὲν λέγετε σεῖς, ὅτι τέσσαρες μῆνες ὑπολείπονται ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Εἰς τὴν πνευματικὴν ὅμως σπορὰν εἶναι δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ καρποφορήσῃ καὶ εἰς χρονικὸν διάστημα πολὺ σύντομον. Καὶ διὰ νὰ πεισθῆτε περὶ αὐτοῦ, ποὺ σᾶς λέγω, σηκώσατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξετε τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν Σαμαρειτῶν, ποὺ ἔρχονται. Εἶναι αὐτοὶ λογικὰ χωράφια, εἱς τὰ ὁποῖα δὲν ἐπρόφθασε νὰ σπαρῇ ὁ λόγος τῆς ἀληθείας καὶ ὅμως εἶναι λευκὰ καὶ ὥριμα πλέον, ἕτοιμα διὰ νὰ θερισθοῦν. Ἔτσι καὶ εἰς ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι τώρα ὥριμοι διὰ νὰ δεχθοῦν τὴν σωτηρίαν. 36 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θερίζει εἰς τὸν πνευματικὸν αὐτὸν ἀγρὸν λαμβάνει μισθόν, ὄχι μόνον διότι χαίρει καὶ ἐδῶ βλέπων τὴν πνευματικὴν συγκομιδήν, ἀλλὰ καὶ διότι θὰ ἀνταμειφθῇ καὶ εἰς τὸν μέλλοντα βίον ὑπὸ τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ δὲ ἑλκύει εἰς τὴν σωτηρίαν ψυχὰς ἀθανάτους, συναθροίζει καρπὸν διὰ τὴν αἰώνιον ζωήν. Καὶ ἔτσι εἰς τὴν πνευματικὴν σποράν, ποὺ γίνεται τώρα, ἐγὼ ὁ σπορεὺς χαίρω μαζὶ μὲ σᾶς, ποὺ θὰ θερίσετε. 37 Διότι εἰς αὐτήν, τὴν ἰδικήν μας δηλαδὴ περίπτωσιν, ἐφαρμόζεται ἡ σωστὴ παροιμία, ὅτι ἄλλος ἔσπειρε καὶ ἄλλος θερίζει. Ἔσπειρα ἐγὼ καὶ θὰ θερίσετε σεῖς, ὅπως καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ σπείρετε σεῖς καὶ θὰ θερίσουν οἱ διάδοχοί σας. 38 Ἐγώ, ὁ Κύριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς ἔστειλα, διὰ νὰ θερίζετε ἐκεῖνο, ποὺ σεῖς δὲν ἔχετε κοπιάσει διὰ νὰ σπαρῇ. Ἄλλοι, ἤτοι ἐγὼ καὶ οἱ πρὸ ἐμοῦ προφῆται, ἔχουν κοπιάσει καὶ ἔχουν σπείρει, καὶ σεῖς ἔχετε ἔμβει εἰς τοὺς κόπους καὶ τὴν σποράν τους διὰ νὰ θερίσετε. 39 Ἀπὸ τὴν πόλιν δὲ ἐκείνην Συχὰρ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ὅτι ἦτο ὁ Μεσσίας, ἕνεκα τοῦ λόγου τῆς γυναικός, ποὺ ἐμαρτύρει, ὅτι μοῦ εἶπεν ὅλα ὅσα ἔπραξα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἰδιαίτερά μου, τὰ ὁποῖα δὲν ἤξευραν οὔτε ἐκεῖνοι, μὲ τοὺς ὁποίους συζῶ καὶ ἀπὸ χρόνον πολὺν μὲ γνωρίζουν. 40 Ὅταν λοιπὸν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, τὸν παρεκάλουν νὰ μείνῃ διὰ παντὸς μαζί τους. Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. 41 Καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν τοὺς ἔκαμε κατὰ τὰς δύο αὐτὰς ἡμέρας, ἐπίστευσαν πολὺ περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἦλθαν εἰς τὸ πηγάδι καὶ τὸν προσεκάλεσαν νὰ μείνῃ εἰς τὴν πόλιν των. 42 Καὶ εἰς τὴν γυναῖκα ἔλεγον, ὅτι δὲν πιστεύομεν πλέον διὰ τὰ ὅσα μᾶς εἶπες σύ· διότι ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχομεν ἀκούσει αὐτὸν καὶ γνωρίζομεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ Χριστός.